- φλογέρα
- (Μουσ.). Πνευστό μουσικό όργανο, των βοσκών κυρίως, διαδεδομένο σε όλους τους λαούς από τα αρχαία χρόνια. Στην αρχαία Ελλάδα το συναντούμε ως αυλό, σε διάφορους τύπους και ονομασίες. Κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο αναφέρεται όπως και κατά την αρχαιότητα: σύριγξ, δίαυλος ή πλαγίαυλος, μονόαυλος κ.ά. Από τη μέση βυζαντινή εποχή και κατόπιν ως παγιαύλι, σουραύλι, καλάμιν, τσαφάριν κ.ά. Οι τελευταίες αυτές ονομασίες είναι σε χρήση και σήμερα. Υπάρχουν τρεις κατηγορίες αυλών, ανάλογα με τον τρόπο που παράγουν τον ήχο: ο απλός από καλάμι ή ξύλο, που αναφέρεται και ως καλάμι. Είναι ανοιχτός από τα δύο άκρα με 5-6 τρύπες και μερικές φορές μία πίσω και κατά το παίξιμο κρατιέται πλάγια, το σουραύλι, που έχει ράμφος στο επάνω μέρος ή βύσμα με τρύπες, και ο σωλήνας, που είναι κλειστός στο πάνω μέρος και ανοιχτός στο κάτω. Ο αυλός αυτός είναι χαραγμένος στο μπροστινό επάνω μέρος και σχηματίζει μια γλωσσίδα που μπαίνει όλη στο στόμα του εκτελεστή και, όπως πάλλει, δημιουργεί τους μουσικούς φθόγγους. Τέτοια είναι και η μαντούρα της Κρήτης και τα μπιμπίκια της τσαμπούνας. Οι φ. κατασκευάζονται από καλάμι, ξύλο, σίδερο ή κόκαλο γύπα ή αετού. Ένας τύπος φ., η νταρβίρα, φτάνει το μισό μέτρο, το καλάμι δεν ξεπερνά τα 30 εκ. και η κοινή φ. μπορεί να φτάσει το ένα μέτρο. Το σουραύλι λέγεται στην Κρήτη χαμπιόλι και θιαμπόλι και στην Κύπρο παγιαύλιν και πιδκιαύλιν.
Γιουγκοσλάβος χωρικός παίζει φλογέρα.
* * *η, Νμουσ. είδος πνευστού μουσικού οργάνου, σουραύλι, ποιμενικός αυλός («να βγουν και τα κλεφτόπουλα λαλώντας τις φλογέρες», δημ. τραγούδι).[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. flojere].
Dictionary of Greek. 2013.